- κραταίωσιν
- κραταίωσιςfem acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κραταίωση — η (AM κραταίωσις) [κραταιώ] 1. ενδυνάμωση, ισχυροποίηση, ενίσχυση («δώσει δύναμιν καὶ κραταίωσιν τῷ λαῷ», ΠΔ) 2. δύναμη, ισχύς … Dictionary of Greek